- ειδωλοποιικός
- εἰδωλοποιικός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που αναφέρεται στην κατασκευή εικόνων2. αυτός που δημιουργεί είδωλα στα μάτια άλλων3. το θηλ. ως ουσ. ἡ εἰδωλοποιικήη ειδωλοποιία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἰδωλοποιικῆς — εἰδωλοποιικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλοποιική — εἰδωλοποιικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλοποιικήν — εἰδωλοποιικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλοποιικώ — εἰδωλοποιικός of masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)